έκπληκτος

έκπληκτος
-η, -ο (AM ἔκπληκτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός ο οποίος κατέχεται από έκπληξη
μσν.
εκπληκτικός
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί τρόμο, ο τρομερός
2. κατατρομαγμένος, έντρομος
3. εκείνος που τρομάζει ή θορυβείται εύκολα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἔκπληκτος — terrifying masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπλήκτως — ἔκπληκτος terrifying adverbial ἔκπληκτος terrifying masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκπληκτον — ἔκπληκτος terrifying masc/fem acc sg ἔκπληκτος terrifying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπλήκτου — ἔκπληκτος terrifying masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκπληκτα — ἔκπληκτος terrifying neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκπληκτοι — ἔκπληκτος terrifying masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμπληκτος — ἔμπληκτος, ον (AM) ταραγμένος, έκπληκτος αρχ. 1. ανόητος, ηλίθιος 2. απερίσκεπτος, ασταθής, ιδιότροπος 3. επιρρεπής 4. ορμητικός …   Dictionary of Greek

  • αμφίπληκτος — ἀμφίπληκτος, ον (Α) 1. αυτός που πλήττεται και από τις δύο πλευρές 2. αυτός που εκτινάσσεται, που ορμά και προς τα δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πληκτος < πλήσσω < πλήττω (πρβλ. αρχ. ἀπόπληκτος, ἔκπληκτος, θαλασσόπληκτος, φρενόπληκτος… …   Dictionary of Greek

  • ανέμπληκτος — ἀνέμπληκτος, ον (Α) 1. ο μη εκπλησσόμενος 2. επίρρ. ανεμπλήκτως με απάθεια, ήρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + έμπληκτος < (εμπλήσσω) «έκπληκτος»] …   Dictionary of Greek

  • δαιμονιόπληκτος — δαιμονιόπληκτος, ον (AM) αυτός που έχει πληγεί από δαιμόνιο, δαιμονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαιμόνιο + πληκτος < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. έκπληκτος, φρενόπληκτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”